αλύτρωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλύτρωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀλύτρωτος
Επίθετο επεξεργασία
αλύτρωτος, -η, -ο
- που δεν έχει λυτρωθεί, δεν έχει απελευθερωθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλύτρωτος