αλφισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλφισμός | οι | αλφισμοί |
γενική | του | αλφισμού | των | αλφισμών |
αιτιατική | τον | αλφισμό | τους | αλφισμούς |
κλητική | αλφισμέ | αλφισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλφισμός < αρχαία ελληνική ἀλφός + επίθημα -ισμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική albinisme
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλφισμός αρσενικό
- (ιατρική): κληρονομική πάθηση που συναντάται σε ανθρώπους και άλλους οργανισμούς που οφείλεται βασικά στην έλλειψη μελανίνης, πρόκειται για εγγενές ελάττωμα μεταβολισμού.
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αλφισμός στη Βικιπαίδεια