αλμπινισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλμπινισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική albinisme[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλμπινισμός αρσενικό
- → δείτε τη λέξη αλφισμός
- ↑ αλμπινισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας