αλουλούδιαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλουλούδιαστος < α- + λουλουδιάζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αλουλούδιαστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) ο ανάνθιστος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λουλούδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλουλούδιαστος
|