Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλοιφαδόρος οι αλοιφαδόροι
      γενική του αλοιφαδόρου των αλοιφαδόρων
    αιτιατική τον αλοιφαδόρο τους αλοιφαδόρους
     κλητική αλοιφαδόρε αλοιφαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλοιφαδόρος < αλοιφή + -αδόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλοιφαδόρος αρσενικό

  • ηλεκτρικό περιστροφικό τριβείο με ειδική βούρτσα ή πανί για επάλειψη επιφανειών με αλοιφή, συνηθέστερα αμαξωμάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία