τριβείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τριβείο | τα | τριβεία |
γενική | του | τριβείου | των | τριβείων |
αιτιατική | το | τριβείο | τα | τριβεία |
κλητική | τριβείο | τριβεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριβείο < ελληνιστική τρίβω
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριβείο ουδέτερο
- (μηχανολογία): χειροκίνητο εργαλείο, ή ηλεκτρική συσκευή απόξεσης ή λείανσης
- μηχανικό συγκρότημα τριβής ή σύνθλιψης, όπως π.χ. ελαιοτριβείο