αλληλούια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλληλούια < ελληνιστική κοινή ἀλληλούϊα < εβραϊκή הללויה (hal'lúyah) < הללו (hal'lú, υμνώ) + יה (yah, Ιεχωβά)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.liˈlu.i.a/
Επιφώνημα επεξεργασία
αλληλούια
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αλληλούια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλούια
|