αλθαία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλθαία | οι | αλθαίες |
γενική | της | αλθαίας | των | αλθαιών |
αιτιατική | την | αλθαία | τις | αλθαίες |
κλητική | αλθαία | αλθαίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλθαία < αρχαία ελληνική ἀλθαία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλθαία θηλυκό
- (λουλούδι, φυτό) είδος καλλωπιστικού φυτού