αληθινότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αληθινότητα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική truthness • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
αληθινότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η ιδιότητα ή η κατάσταση του πραγματικού, του να είναι κάτι πραγματικό, αληθινό
- ↪ στο βιβλίο του Περί φύσεως και αληθινότητας, ο Ηρακλής Παπαϊωάννου εξετάζει το ερώτημα της φωτογραφικής πραγματικότητας, μέσα από την ανάλυση της μελέτης των φυτών του Karl Blossfeldt σε σχέση με τα σύγχρονα, μεταμοντέρνα ψευδο-φυτά του Joan Fontcuberta