Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλέκιαστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλέκιαστ
ος
η
αλέκιαστ
η
το
αλέκιαστ
ο
γενική
του
αλέκιαστ
ου
της
αλέκιαστ
ης
του
αλέκιαστ
ου
αιτιατική
τον
αλέκιαστ
ο
την
αλέκιαστ
η
το
αλέκιαστ
ο
κλητική
αλέκιαστ
ε
αλέκιαστ
η
αλέκιαστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλέκιαστ
οι
οι
αλέκιαστ
ες
τα
αλέκιαστ
α
γενική
των
αλέκιαστ
ων
των
αλέκιαστ
ων
των
αλέκιαστ
ων
αιτιατική
τους
αλέκιαστ
ους
τις
αλέκιαστ
ες
τα
αλέκιαστ
α
κλητική
αλέκιαστ
οι
αλέκιαστ
ες
αλέκιαστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλέκιαστος
<
α
στερητικό και
λεκιάζω
Επίθετο
επεξεργασία
αλέκιαστος, -η, -ο
που δεν έχει
λεκέδες
Συνώνυμα
επεξεργασία
καθαρός
Αντώνυμα
επεξεργασία
λεκιασμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλέκιαστος
αγγλικά
:
unstained
(en)