ακυρωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ακυρώνω
Μετοχή επεξεργασία
ακυρωμένος, -η, -ο
- που έχει ακυρωθεί, έχει χάσει το κύρος του
- ακυρωμένη κράτηση, ακυρωμένο συμβόλαιο
- (για εισιτήριο) που έχει ακυρωθεί στο ειδικό μηχάνημα που εκτυπώνει ημερομηνία και ώρα χρήσης πάνω του, ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί άλλη φορά
- που δεν εκτελέστηκε ως είχε προγραμματιστεί
- η ακυρωμένη παράσταση
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακυρωμένος