ακτήμονας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ακτήμων & ακτήμονας |
η | ακτήμων | το | ακτήμον |
γενική | του | ακτήμονος & ακτήμονα |
της | ακτήμονος | του | ακτήμονος |
αιτιατική | τον | ακτήμονα | την | ακτήμονα | το | ακτήμον |
κλητική | ακτήμων & ακτήμονα |
ακτήμων | ακτήμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ακτήμονες | οι | ακτήμονες | τα | ακτήμονα |
γενική | των | ακτημόνων | των | ακτημόνων | των | ακτημόνων |
αιτιατική | τους | ακτήμονες | τις | ακτήμονες | τα | ακτήμονα |
κλητική | ακτήμονες | ακτήμονες | ακτήμονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακτήμονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκτήμ(ων) + -ονας, από την αιτιατική «τὸν ἀκτήμονα»
Επίθετο επεξεργασία
ακτήμονας, -ων, -ον
- (λόγιο) άλλη μορφή του ακτήμων με νεότερες καταλήξεις
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακτήμονας αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- ακτημοσύνη
- → δείτε τις λέξεις κτήμα και κτώμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
που δεν έχει χτήματα