ακρογωνιαίος λίθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακρογωνιαίος λίθος → δείτε τις λέξεις ακρογωνιαίος και λίθος
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ακρογωνιαίος λίθος αρσενικό
- ο λίθος, το αγκωνάρι που βρίσκεται στη βάση της εξωτερικής γωνίας δύο τοίχων
- (μεταφορικά) το θεμέλιο, η βάση μιας σχέσης, ενός θεσμού κλπ
- η αγάπη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικογένειας
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακρογωνιαίος λίθος