Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγκωνάρι τα αγκωνάρια
      γενική του αγκωναριού των αγκωναριών
    αιτιατική το αγκωνάρι τα αγκωνάρια
     κλητική αγκωνάρι αγκωνάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκωνάρι < μεσαιωνική ελληνική ἀγκωνάριν < αρχαία ελληνική ἀγκών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγκωνάρι ουδέτερο

  1. (αρχιτεκτονική) ο ακρογωνιαίος λίθος
     συνώνυμα: ακρογωνιαίος λίθος, γωνιόλιθος, καντούνι, καντουνόπετρα, αγκώνας
  2. (κατ’ επέκταση) κοτρόνα
  3. (συνεκδοχικά) πρόσωπο ή πράγμα ακλόνητο, ακατάβλητο
    το αγκωνάρι της φαμίλιας

  Μεταφράσεις επεξεργασία