ακαρύκευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακαρύκευτος < ελληνιστική κοινή ἀκαρύκευτος < ἀ- + καρυκεύ(ω) + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ακαρύκευτος, -η, -ο
- (γαστρονομία) που δεν περιέχει καρυκεύματα
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακαρύκευτος