Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαής η ακαής το ακαές
      γενική του ακαούς* της ακαούς του ακαούς
    αιτιατική τον ακαή την ακαή το ακαές
     κλητική ακαή(ς) ακαής ακαές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαείς οι ακαείς τα ακαή
      γενική των ακαών των ακαών των ακαών
    αιτιατική τους ακαείς τις ακαείς τα ακαή
     κλητική ακαείς ακαείς ακαή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαής < α- στερητικό + καίω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kaˈis/

  Επίθετο επεξεργασία

ακαής, -ής, -ές

  1. αυτός που δεν έχει καεί, άκαυτος
  2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να καεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία