αιώρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιώρα | οι | αιώρες |
γενική | της | αιώρας | των | αιωρών |
αιτιατική | την | αιώρα | τις | αιώρες |
κλητική | αιώρα | αιώρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιώρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰώρα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐ώ‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιώρα θηλυκό
- πανί ή δίχτυ που χρησιμεύει ως αιωρούμενο κρεβάτι, καθώς δένεται σε δύο σταθερά σημεία έτσι ώστε να μπορεί να κουνιέται ανάμεσα σ' αυτά
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιώρα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αιώρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας