Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούνια οι κούνιες
      γενική της κούνιας
    αιτιατική την κούνια τις κούνιες
     κλητική κούνια κούνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα κοριτσάκι στις κούνιες(2) πάνω σε κούνια (1)
 
κούνια (3)

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούνια < μεσαιωνική ελληνική κούνια < ελληνιστική κοινή κοῦνα < λατινική cunae < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱoy-no- < *ḱey- (ξαπλώνω, κεῖμαι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈku.ɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κού‐νια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούνια θηλυκό

  1. κάθισμα που κρέμεται από ψηλό σημείο (κλαδιά δέντρου, μεταλλική οριζόντια δοκό κ.λπ.) και αιωρείται / λικνίεζεται
  2. (στον πληθυντικό) κούνιες: (συνεκδοχικά) η παιδική χαρά
    πήγα το παιδί βόλτα στις κούνιες
  3. το κρεβατάκι ενός μωρού, ενίοτε με ειδική βάση για να λικνίζεται

Εκφράσεις επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία