αιτιοπαθογενετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιτιοπαθογενετικός < αίτιος + -ο- + παθογενετικός
Επίθετο επεξεργασία
αιτιοπαθογενετικός
- (ιατρική) (βιολογία) που προκαλεί την γένεση μιας νοσηρής κατάστασης, μιας αρρώστιας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιτιοπαθογενετικός