αιμορροϊδοπάθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιμορροϊδοπάθεια < αιμορροΐδα + -ο- + -πάθεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιμορροϊδοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση ή νόσος κατά την οποία παρουσιάζεται διόγκωση, χαλάρωση ή πρόπτωση των αιμορροΐδων και συχνά αιμορραγία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιμορροϊδοπάθεια