αι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αι που προφερόταν ως δίφθογγος και γραφόταν με κεφαλαία: ΑΙ → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε χωρίζεται στο συλλαβισμό
Σύμβολο επεξεργασία
αι (πεζά γραμματα) κεφαλαία: ΑΙ
- (γράμμα, γραμματική) δίψηφο (α και ι)