αθόρυβα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αθόρυβα < αθόρυβος
Επίρρημα επεξεργασία
αθόρυβα
- χωρίς να ακούγεται κανένας ήχος
- (μεταφορικά) στο παρασκήνιο, χωρίς να θέλει κάποιος να τραβήξει την προσοχή των άλλων, κυρίως από σεμνότητα
- εργάζεται τόσο χρόνια παραγωγικά και αθόρυβα και μόλις τώρα αναγνωρίστηκε η προσφορά του