παρασκήνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρασκήνιο < ελληνιστική κοινή παρασκήνιον < αρχαία ελληνική παρα- + σκηνή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική coulisse)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈsci.ni.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρασκήνιο ουδέτερο
- (θέατρο) το μέρος του θεάτρου πίσω από και δίπλα στη σκηνή, αθέατο στους θεατές, στο οποίο περιμένουν οι ηθοποιοί μέχρι να εμφανιστούν μπροστά από το κοινό
- (μεταφορικά) ο χώρος στον οποίο αποφάσεις λαμβάνονται ή διαπραγματεύσεις πραγματοποιούνται χωρίς να είναι αντιληπτές από το κοινό