Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθωότητα οι αθωότητες
      γενική της αθωότητας των αθωοτήτων
    αιτιατική την αθωότητα τις αθωότητες
     κλητική αθωότητα αθωότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθωότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀθῳότης < αρχαία ελληνική ἀθῷος. Συγχρονικά αναλύεται σε αθώ(ος) + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αθωότητα θηλυκό, συνήθως στον ενικό

  1. η ιδιότητα του αθώου
    το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ της αθωότητας του κατηγορουμένου
     αντώνυμα: ενοχή
  2. η έλλειψη πονηριάς και υστεροβουλίας
    η αθωότητα των πράξεών του
     συνώνυμα: αγνότητα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία