Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθηροσκλήρωση οι αθηροσκληρώσεις
      γενική της αθηροσκλήρωσης* των αθηροσκληρώσεων
    αιτιατική την αθηροσκλήρωση τις αθηροσκληρώσεις
     κλητική αθηροσκλήρωση αθηροσκληρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αθηροσκληρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθηροσκλήρωση < αθήρωμα αθηρο- + σκλήρυνση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αθηροσκλήρωση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία