Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθηρωμάτωση οι αθηρωματώσεις
      γενική της αθηρωμάτωσης* των αθηρωματώσεων
    αιτιατική την αθηρωμάτωση τις αθηρωματώσεις
     κλητική αθηρωμάτωση αθηρωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αθηρωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθηρωμάτωση < ελληνιστική ἀθύρωμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αθηρωμάτωση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία