αειφορία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αειφορία | ||
γενική | της | αειφορίας | ||
αιτιατική | την | αειφορία | ||
κλητική | αειφορία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αειφορία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sustainability.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αεί + -φορία (< φέρω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.i.foˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ει‐φο‐ρί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αειφορία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η εσκεμμένη παραγωγή ενός αγαθού από ένα δάσος με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μειώνεται, αλλά να βελτιώνεται η παραγωγική ικανότητα και να μην επηρεάζονται οι περιβαλλοντικές σχέσεις του
- η χρήση των φυσικών οικοσυστημάτων και των πηγών ενέργειας, ώστε να εξασφαλίζεται η μελλοντική ποιότητα και ισορροπία
- (συνεκδοχικά) άνθηση, πρόοδος, ανάπτυξη
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αειφορία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αειφορία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)