αείμνηστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αείμνηστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀείμνηστος < ἀεί + μνηστός < μνάομαι
Επίθετο επεξεργασία
αείμνηστος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αείμνηστος
|