Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδιοριστία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αδιοριστί
α
οι
αδιοριστί
ες
γενική
της
αδιοριστί
ας
των
αδιοριστι
ών
αιτιατική
την
αδιοριστί
α
τις
αδιοριστί
ες
κλητική
αδιοριστί
α
αδιοριστί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδιοριστία
<
αδιόριστος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αδιοριστία
θηλυκό
η κατάσταση του
αδιόριστου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδιοριστία
αγγλικά
:
nonappointment
(en)