αδιόριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αδιόριστος, -η, -ο
- που διαθέτει τα τυπικά προσόντα για να διοριστεί σε κάποια θέση του δημοσίου αλλά δεν έχει διοριστεί ακόμη
- οι αδιόριστοι καθηγητές πληροφορικής έκαναν παράσταση στο υπουργείο παιδείας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιόριστος
|