Δείτε επίσης: ἀδιακρισία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδιακρισία οι αδιακρισίες
      γενική της αδιακρισίας των αδιακρισιών
    αιτιατική την αδιακρισία τις αδιακρισίες
     κλητική αδιακρισία αδιακρισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιακρισία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιακρισία (έλλειψη διάκρισης), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική indiscrétion[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδιακρισία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αδιάκριτου, η έλλειψη διακριτικότητας
    ※  Το θεωρούσε πάντα αδιακρισία να μου βάζει ερωτήματα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  2. ενέργεια ή λόγος που παρεμβαίνει στην ιδιωτική ζωή ενός άλλου ανθρώπου και δείχνει έλλειψη διακριτικότητας

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διακρίνω και κρίνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία