gêne
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gêne < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gêne | gênes |
gêne (fr) θηλυκό
- η ενόχληση
Δείτε επίσης : gene, gène, -gène |
ενικός | πληθυντικός |
gêne | gênes |
gêne (fr) θηλυκό