Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιαθετώ < αδιάθετος

  Ρήμα επεξεργασία

αδιαθετώ

  1. αρρωσταίνω ελαφρά
  2. (για γυναίκες) έχω την έμμηνο ρύση μου

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία