αδιάθετος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιάθετος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδιάθετος [1]
- για την αρρώστια < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική indisposé
- για τον νομικό όρο < ελληνιστική σημασία: αταχτοποίητος, που δεν έχει αφήσει διαθήκη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈði̯a.θe.tos/ που δεν έχει διατεθεί
- ΔΦΑ : /aˈði̯a.θe.tos/ & /aˈðʝa.θe.tos/ για όλες τις σημασίες
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐ά‐θε‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αδιάθετος, -η, -ο
- που δεν έχει διατεθεί
- ↪ οι προμηθευτές δεν δέχονται επιστροφή των αδιάθετων εμπορευμάτων
- που έχει μια μικρή αδιαθεσία
- (νομικός όρος) αυτός που δεν άφησε διαθήκη.
Μεταφράσεις επεξεργασία
που δεν έχει διατεθεί
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αδιάθετος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας