Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιαβροχοποιώ < α- (στερητικό) + διά + βρέχω + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

αδιαβροχοποιώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία