αδιαπέραστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αδιαπέραστος -η -ο
- που δεν μπορείς να τον διασχίσεις ή να τον διατρήσεις
- αδιαπέραστο δάσος
- (μεταφορικά)
- αδιαπέραστο σκοτάδι, αδιαπέραστο μυστήριο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιαπέραστος