Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιαπέραστος η αδιαπέραστη το αδιαπέραστο
      γενική του αδιαπέραστου της αδιαπέραστης του αδιαπέραστου
    αιτιατική τον αδιαπέραστο την αδιαπέραστη το αδιαπέραστο
     κλητική αδιαπέραστε αδιαπέραστη αδιαπέραστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιαπέραστοι οι αδιαπέραστες τα αδιαπέραστα
      γενική των αδιαπέραστων των αδιαπέραστων των αδιαπέραστων
    αιτιατική τους αδιαπέραστους τις αδιαπέραστες τα αδιαπέραστα
     κλητική αδιαπέραστοι αδιαπέραστες αδιαπέραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιαπέραστος < α- στερητικό + διαπερνώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδιαπέραστος -η -ο

  1. που δεν μπορείς να τον διασχίσεις ή να τον διατρήσεις
    αδιαπέραστο δάσος
  2. (μεταφορικά)
    αδιαπέραστο σκοτάδι, αδιαπέραστο μυστήριο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία