αδιάστατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιάστατος < ελληνιστική κοινή ἀδιάστατος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀδιάστατος < διίστημι
Επίθετο επεξεργασία
αδιάστατος
- (φυσική) που δεν έχει διαστάσεις, που δεν τον χαρακτηρίζουν διαστάσεις
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιάστατος