Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδενοσίνη οι αδενοσίνες
      γενική της αδενοσίνης των αδενοσινών
    αιτιατική την αδενοσίνη τις αδενοσίνες
     κλητική αδενοσίνη αδενοσίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδενοσίνη < αγγλική adenosine + < adenine < γερμανικά Adenin < αρχαία ελληνική ἀδήν (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδενοσίνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία