Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδενίνη οι αδενίνες
      γενική της αδενίνης των αδενινών
    αιτιατική την αδενίνη τις αδενίνες
     κλητική αδενίνη αδενίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδενίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Adenin < αρχαία ελληνική ἀδήν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδενίνη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία