αδαμαντοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδαμαντοφόρος < αδάμαντ(ας) + -ο- + -φόρος < φέρω
Επίθετο επεξεργασία
αδαμαντοφόρος, -ος ή =α, -ο
- αυτός που φέρει διαμάντι ή διαμάντια
- περιοχή παραγωγής - εξόρυξης διαμαντιών
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδαμαντοφόρος
|