αγγρίφι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγγρίφι | τα | αγγρίφια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αγγρίφι | τα | αγγρίφια |
κλητική | αγγρίφι | αγγρίφια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγγρίφι < μεσαιωνική ελληνική ἀγγρίφιον (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋˈɡɾi.fi/ & /aˈɡɾiˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γρί‐φι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγρίφι ουδέτερο (δημοτική, ιδιωματικό)
- γάντζος
- σκλήθρα, πελεκούδι
- ↪ τ' αροκάνιστο το ξύλο έχει αγγρίφια
- αγκάθι
- (μόνο στον πληθυντικό) αιχμηρή προεξοχή βράχου ή μυτερός και απόκρημνος βράχος
- → χρειάζεται παράθεμα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης / δημοτικό
- ↪ που να σε φαν τ' αγγρίφια (κατάρα: να σκοτωθείς στα βράχια, κι εκεί να σαπίσεις)
- (μεταφορικά) δυσκολία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγρίφι
|
Πηγές επεξεργασία
- αγγρίφι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «ἀγγρίφι» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .