αγαλήνευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαλήνευτος < ἀγαλήνευτος στην καθαρεύουσα < α- στερητικό + γαληνεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο επεξεργασία
αγαλήνευτος, -η, -ο
- που δεν έχει γαληνεύσει, που δεν έχει βρει τη γαλήνη, ανήσυχος
- (για θάλασσα) ταραγμένη, φουρτουνιασμένη