αβροδίαιτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβροδίαιτος < αρχαία ελληνική ἁβροδίαιτος < ἁβρός + -δίαιτος (< δίαιτα)
Επίθετο επεξεργασία
αβροδίαιτος, -η / -ος, -ο
- που συμπεριφέρεται με αβρότητα, ευγενής, τρυφερός
- καλομαθημένος
- (κατά περίπτωση) αγύμναστος, ασκληραγώγητος, μαλθακός, τρυφηλός