αβλέπτημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβλέπτημα < ελληνιστική κοινή ἀβλέπτημα < ἀβλεπτέω / ἀβλεπτῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβλέπτημα ουδέτερο
- λάθος οφειλόμενο σε απροσεξία, εκ παραδρομής, όταν κάτι «μας ξεφεύγει»
- ατόπημα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβλέπτημα
|