Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβλεψία οι αβλεψίες
      γενική της αβλεψίας των αβλεψιών
    αιτιατική την αβλεψία τις αβλεψίες
     κλητική αβλεψία αβλεψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβλεψία< (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβλεψία (ανικανότητα να βλέπεις)[1] < ἀβλεπτῶ < ἀ- + βλεψ- (βλέπω) + -ία. Aρχική σημασία: «τύφλωση»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.vleˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βλε‐ψί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβλεψία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία