άβλεπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άβλεπτος | η | άβλεπτη | το | άβλεπτο |
γενική | του | άβλεπτου | της | άβλεπτης | του | άβλεπτου |
αιτιατική | τον | άβλεπτο | την | άβλεπτη | το | άβλεπτο |
κλητική | άβλεπτε | άβλεπτη | άβλεπτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άβλεπτοι | οι | άβλεπτες | τα | άβλεπτα |
γενική | των | άβλεπτων | των | άβλεπτων | των | άβλεπτων |
αιτιατική | τους | άβλεπτους | τις | άβλεπτες | τα | άβλεπτα |
κλητική | άβλεπτοι | άβλεπτες | άβλεπτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άβλεπτος < αβλεπτώ
Επίθετο επεξεργασία
άβλεπτος
- αόρατος, ακοίταχτος, αθέατος, άνοπτος
- εκείνος που δεν του δίνει κανείς σημασία, που δεν τον βλέπει κανείς
- (με ενεργητική σημασία) εκείνος που δεν βλέπει καλά, ο απρόσεκτος, που κάνει αβλεψίες
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άβλεπτος
|