αβιοτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβιοτικός < α- στερητ. + βιοτικός
Επίθετο επεξεργασία
αβιοτικός, -ή, -ό (βιολογία)
- (βιολογία): αναφορά σε περιβάλλον που δε στηρίζει την ύπαρξη ζωής
- εκείνος που σχετίζεται με την αναστολή των εκδηλώσεων της ζωής