αβάν πρεμιέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβάν πρεμιέρ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική avant-première
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αβάν πρεμιέρ θηλυκό
- (θέατρο) παράσταση πριν από την εναρκτήρια
- (κινηματογράφος) προβολή ενός φιλμ πριν την παρουσίασή του στις κινηματογραφικές αίθουσες (συνήθως σε περιορισμένο αριθμό θεατών για τις πρώτες εντυπώσεις - κριτικές)