Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ήπιες

  1. β' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πίνω

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ήπιες

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ήπιος