Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Χεροκαίοι
      γενική των Χεροκαίων
    αιτιατική τους Χεροκαίους
     κλητική Χεροκαίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χεροκαίοι < (καθαρεύουσα) Χεροκαῖοι, (άμεσο δάνειο) αγγλική Cherokee

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χεροκαίοι αρσενικό, συνήθως στον πληθυντικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία